- ὀρνιθογονίᾳ
- ὀρνιθογονίᾱͅ , ὀρνιθογονίαthe generation of birdsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορνιθογονία — ὀρνιθογονία, ἡ (Α) [ορνιθόγονος] 1. η γένεση τών πτηνών 2. ως κύριο όν. Ὀρνιθογονία τίτλος συγγράμματος το οποίο μνημονεύεται από τον Φιλόχορο … Dictionary of Greek
ὀρνιθογονίας — ὀρνιθογονίᾱς , ὀρνιθογονία the generation of birds fem acc pl ὀρνιθογονίᾱς , ὀρνιθογονία the generation of birds fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθογονίαι — ὀρνιθογονίᾱͅ , ὀρνιθογονία the generation of birds fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοιώ — Ποιήτρια από τους Δελφούς, σύζυγος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ακταίου και μητέρα του επικού ποιητή Παλαίφατου. Ήταν ιέρεια στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Από τους ύμνους της προς τον θεό, ελάχιστους στίχους διέσωσε ο Παυσανίας. Πολλοί… … Dictionary of Greek